- σάπφειρος
- Πολύτιμος λίθος, με βαθύ γαλάζιο χρώμα, εξαιτίας των ιχνών σίδηρου και τιτάνιου που περιέχει. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σ. βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και ανατολικός σ. για να διακρίνεται από άλλους λίθους που χαρακτηρίζονται με τον ίδιο όρο, όπως ο σ. της Βραζιλίας (ποικιλία του τουρμαλίνη με γαλάζιο χρώμα), ο ψευδοσάπφειρος (ποικιλία του φθορίτη) κλπ. Ο σ. είναι γνωστός κυρίως με το όνομα ζαφειρόπετρα.
Σάπφειρος: Τα κυριότερα κοιτάσματα του βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία.
* * *ο / σάπφειρος, η, ΝΜΑ, και σάμφειρος Ατο ζαφείρι, διαφανής ως ημιδιαφανής ποικιλία τού κορουνδίου, φυσική ή συνθετική, σήμερα, που έχει θεωρηθεί πολύτιμος λίθος ακόμη από το 800 π.Χ. και έχει χρώμα το οποίο κυμαίνεται από ανοιχτό ώς βαθύ κυανό ή ιώδεςνεοελλ.συν. στον πληθ. οι σάπφειροιδιάφορες άχρωμες, γκρίζες, κίτρινες, ροδόχροες, πορτοκαλόχρωμες, πράσινες ιώδεις και καστανές πολύτιμες ποικιλίες τού κορουνδίουαρχ.ο ημιπολύτιμος λίθος λάπις λάζουλι.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., η οποία απαντά και στην Σημιτική (πρβλ. εβρ. sappīr). Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sani-priya-, ονομ. ενός σκουρόχρωμου λίθου, δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.